- Στυμφήλιος
- Στύμφαλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυμφάλιος — α, ο / στυμφάλιος, ία, ον, ΝΑ, και ιων. τ. στυμφήλιος, ίη, ον Α [Στύμφαλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Αρκαδίας Στύμφαλο 2. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά στην παραπάνω πόλη αρχ. ως κύριο όν. Στυμφαλία προσωνυμία τής… … Dictionary of Greek